ξελάκκισμα

ξελάκκισμα
ξελάκκωμά τό окапывание (кустов, деревьев)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξελάκκισμα" в других словарях:

  • ξελάκκωμα — και ξελάκκισμα, το [ξελακκώνω / ξελακκίζω] 1. άνοιγμα λάκκων γύρω από τη ρίζα φυτού για το πότισμα ή για τη λίπανση του 2. μεταφορά τών ποιμνίων από τις πεδινές εκτάσεις στις ορεινές βοσκές για την άνοιξη και το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • ξελάκκωμα — ξελάκκωμα, το και ξελάκκισμα, το, ατος 1. άνοιγμα λάκκου γύρω από τη ρίζα φυτού ή δέντρου: Το ξελάκκωμα, το χαράκωμα και το κορφολόγημα είναι απαραίτητα για το αμπέλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»